- φρεσκοβαμμένος
- η , ο свежеокрашенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρεσκοβαμμένος — η, ο, Ν πρόσφατα βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέσκος + βαμμένος] … Dictionary of Greek
φρεσκοβαμμένος — η, ο αυτός που βάφτηκε πριν από λίγο, που τα χρώματα είναι ακόμη νωπά επάνω του: Ακούμπησε σε φρεσκοβαμμένη πόρτα και λέρωσε το σακάκι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρεσκο- — ως α συνθετικό προσθέτει στο περιεχόμενο του β συνθετικού την έννοια του «μόλις», του «πριν από λίγο»: Φρεσκοβαμμένος, φρεσκοξυρισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)